Greek Meaning of manumitting

απελευθερωτικός

Other Greek words related to απελευθερωτικός

Definitions and Meaning of manumitting in English

Webster

manumitting (p. pr. & vb. n.)

of Manumit

FAQs About the word manumitting

απελευθερωτικός

of Manumit

απελευθερωτικός,απόδοση δικαιώματος ψήφου,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,Απελευθέρωση,διάσωση,αποταμίευση,εκφόρτωση,διευρύνων,χαλάρωση

υποχρεωτικός,περιοριστικός,συγκρατημένος,δεσμευτικό,κατάκτηση,υποδουλωτικός,χειροπέδες,φυλακίζοντας,φυλάκιση,δεσμώτης

manumitter => ελευθερωτής, manumitted => απελευθερωμένος, manumit => απελευθερώνω, manumission => απαλλαγή, manumise => απελευθερώνω,