Greek Meaning of imprisoning
φυλακίζοντας
Other Greek words related to φυλακίζοντας
- φυλάκιση
- εκπαιδευόμενος
- φυλάκιση
- συναρπαστικός
- διαπράττοντας
- περιοριστικός
- κράτηση
- κλείδωμα (πάνω)
- συγκρατημένος
- περιοριστικός
- κατανόηση
- 除非
- υποχρεωτικός
- έκρηξη
- σύλληψη
- αλίευση
- περιοριστική
- πύλη
- χειροπέδες
- κατοχή
- Περίκλειστος
- κατάσχεση
- εντυπωσιακός
- "jugging"
- φύλαξη
- περιοριστικός
- υπνάκος
- πρέσσα
- κατάσχεση
- δεσμώτης
- κλείνοντας
Nearest Words of imprisoning
Definitions and Meaning of imprisoning in English
imprisoning (p. pr. & vb. n.)
of Imprison
FAQs About the word imprisoning
φυλακίζοντας
of Imprison
φυλάκιση,εκπαιδευόμενος,φυλάκιση,συναρπαστικός,διαπράττοντας,περιοριστικός,κράτηση,κλείδωμα (πάνω),συγκρατημένος,περιοριστικός
εκφόρτωση,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,Απελευθέρωση,απελευθερωτικός,απόδοση δικαιώματος ψήφου,απελευθερωτικός,απόδεση,Απελευθέρωση,απελευθέρωση
imprisoner => Κρατούμενος, imprisoned => Φυλακισμένος, imprison ment => Φυλάκιση, imprison => φυλακίζω, imprinting => εμποτισμός,