Greek Meaning of solving
επίλυση
Other Greek words related to επίλυση
- απάντηση
- επίλυση
- ξετύλιγμα
- τελικός
- ράγισμα
- αποφασίζοντας
- αποκρυπτογράφηση
- ντόπινγκ (εκτός)
- καταλαβαίνοντας
- λειτουργική
- προπόνηση
- υποθέτοντας
- σπάσιμο
- διακαθάριση
- εικασία
- αποκωδικοποίηση
- συμπεραίνοντας
- μαντεύω
- συνάντηση
- εικασίες
- Συμπερασμα
- Σιδέρωμα
- κρίνοντας
- υποθέτοντας
- συγχίζοντας (έξω)
- συλλογισμός
- αινιγματώδης (έξω)
- κερδοσκοπώντας
- Ίσιωμα (μαλλιών)
- λύνοντας γρίφο
- ξεμπέρδεμα
- λύσιμο
- αποδέσμευση
Nearest Words of solving
Definitions and Meaning of solving in English
solving (n)
finding a solution to a problem
FAQs About the word solving
επίλυση
finding a solution to a problem
απάντηση,επίλυση,ξετύλιγμα,τελικός,ράγισμα,αποφασίζοντας,αποκρυπτογράφηση,ντόπινγκ (εκτός),καταλαβαίνοντας,λειτουργική
No antonyms found.
solver => επίλυσης, solvent => διαλύτης, solvency => Φερεγγυότητα, solved => Λύθηκε, solve => λύνω,