Greek Meaning of solved

Λύθηκε

Other Greek words related to Λύθηκε

Definitions and Meaning of solved in English

Wordnet

solved (a)

explained or answered

FAQs About the word solved

Λύθηκε

explained or answered

απάντησε,Επιλεγμένο,ξετυλιγμένο,κατέληξε,ραγισμένο,αποφάσισε,αποκρυπτογραφημένο,ντοπαρισμένο (έξω),κατάλαβε,μπερδεμένος

No antonyms found.

solve => λύνω, solvay process => Η μέθοδος Solvay, solvay => Σολβέι, solvation => Διάλυση, solvating agent => διαλυτοποιητικός παράγοντας,