FAQs About the word solvability

διαλυτότητα

the property (of a problem or difficulty) that makes it possible to solve

υπεύθυνος,εξηγήσιμος,Εφικτό,Αναλύσιμος,διαλυτός,ερμηνεύσιμο,Αναλύσιμος,εφικτό

δύσκολο,απελπισμένος,αδύνατο (adynato),ανεξήγητος,αδιάλυτος,ανεξήγητος,άλυτος,αδιάσπαστος,άλυτο,ανυπέρβλητος

solution => λύση, solute => Διαλυμένη ουσία, solubleness => διαλυτότητα, soluble rna => διαλυτό RNA, soluble glass => Υδατοδιαλυτό γυαλί,