Greek Meaning of solon
Σόλων
Other Greek words related to Σόλων
Nearest Words of solon
- solomon's-seal => σφραγίδα Σολομώντα
- solomon's seal => Σφραγίδα του Σολομώντα
- solomons => Σολομών
- solomonic => Σολομονικός
- solomon islands => Νήσοι Σολομώντος
- solomon hurok => Σόλομον Χούροκ
- solomon guggenheim => Σόλομον Γκουγκενχάιμ
- solomon bellow => Σόλομον Μπέλοου
- solomon => Σολομών
- soloist => σολίστ
Definitions and Meaning of solon in English
solon (n)
a man who is a respected leader in national or international affairs
FAQs About the word solon
Σόλων
a man who is a respected leader in national or international affairs
νομοθέτης,Γερουσιαστής,νομοθέτης,Νομοθέτης,Βουλευτής,βουλεύτρια,βουλευτής,μέλος του Κογκρέσου
No antonyms found.
solomon's-seal => σφραγίδα Σολομώντα, solomon's seal => Σφραγίδα του Σολομώντα, solomons => Σολομών, solomonic => Σολομονικός, solomon islands => Νήσοι Σολομώντος,