FAQs About the word solon

Σόλων

a man who is a respected leader in national or international affairs

νομοθέτης,Γερουσιαστής,νομοθέτης,Νομοθέτης,Βουλευτής,βουλεύτρια,βουλευτής,μέλος του Κογκρέσου

No antonyms found.

solomon's-seal => σφραγίδα Σολομώντα, solomon's seal => Σφραγίδα του Σολομώντα, solomons => Σολομών, solomonic => Σολομονικός, solomon islands => Νήσοι Σολομώντος,