FAQs About the word ridicules

κοροϊδεύει

the act of ridiculing, to make fun of, the act of making fun of someone or something

περιφρόνηση,περιφρονεί,προσβολές,χλευασμός,σάτιρες,περιφρονεί,Αθλήματα,μπουρλέσκ,γελοιογραφίες,σφυρίγματα

εγκρίσεις,έπαινοι,επαίνους,Απλόχειρο κρούσμα

ridiculers => Χλευαστές, ridges => κορυφογραμμές, ridgepoles => κορυφογραμμή, rides => βόλτες, riders => καβαλάρηδες,