Greek Meaning of tangibleness

απτικότητα

Other Greek words related to απτικότητα

Definitions and Meaning of tangibleness in English

Wordnet

tangibleness (n)

the quality of being perceivable by touch

FAQs About the word tangibleness

απτικότητα

the quality of being perceivable by touch

Οριστικότητα,ειλικρίνεια ,ακρίβεια,ειλικρίνεια,τομή,σαφήνεια,ανοιχτότητα,ψηλαφητότητα,Ευανάγνωστο,ευθύτητα

αμφισημία,σκοτάδι,Διασάφηση,ακαταληψία,Ανεξερευνήσιμος,θολότητα,μυστήριο,Μυστήριο,νεφώδης όψη,λοξότητα

tangible possession => Αποκτηθέν περιουσιακό στοιχείο, tangible => απτός, tangibility => απτικότητα, tanghinia => Τανγκινία, tangfish => Ξιφίας,