Greek Meaning of distinctness
διακριτότητα
Other Greek words related to διακριτότητα
- αντίθεση
- διαφορά
- διάκριση
- διακριτότητα
- ποικιλομορφία
- διαφωνία
- διαφορά
- ανισότητα
- Ανομοιότητα
- ανισότητα
- απόσταση
- απόκλιση
- πολυμορφία
- ετερότητα
- διαφορετικότητα
- αλλαγή
- σύγκρουση
- παρέκκλιση
- Δικoτομία
- διχόνοια
- Διχόνοια
- ετερογένεια
- δυσαναλογία
- διαφωνία
- διαφωνία
- Διαφωνία
- διχόνοια
- Τριβή
- ανισορροπία
- Ασυμβατότητα
- ασυμφωνία
- ασυμφωνία
- ανισότητα
- Τροποποίηση
- Ασυμβατότητα
- διαμάχη
- μεταβλητότητα
- διακύμανση
- παραλλαγή
- Διαφορισιμότητα
- Διακριτική ικανότητα
- διαφωνία
- Διακριτότητα
Nearest Words of distinctness
- distincture => ξεχωριστός
- distinguish => διακρίνω
- distinguishable => διακριτός
- distinguishableness => Διακρισιμότητα
- distinguishably => Διακριτικά
- distinguished => εξαίρετος
- distinguished conduct medal => Μετάλλιο εξαίρετης διαγωγής
- distinguished flying cross => Σταυρός εξαίρετης πτήσης
- distinguished service cross => Σταυρός Εξαιρέτων Υπηρεσιών
- distinguished service medal => Μετάλλιο εξαιρετικής υπηρεσίας
Definitions and Meaning of distinctness in English
distinctness (n)
the quality of being sharp and clear
the state of being several and distinct
the quality of being not alike; being distinct or different from that otherwise experienced or known
distinctness (n.)
The quality or state of being distinct; a separation or difference that prevents confusion of parts or things.
Nice discrimination; hence, clearness; precision; as, he stated his arguments with great distinctness.
FAQs About the word distinctness
διακριτότητα
the quality of being sharp and clear, the state of being several and distinct, the quality of being not alike; being distinct or different from that otherwise e
αντίθεση,διαφορά,διάκριση,διακριτότητα,ποικιλομορφία,διαφωνία,διαφορά,ανισότητα,Ανομοιότητα,ανισότητα
αναλογία,κοινότητα,ταυτότητα,Ομοιότητα,ομοιότητα,ομοιότητα,ομοιότητα,σύμφωνα με,συμφωνία,ομοιότητα
distinctly => σαφώς, distinctiveness => διακριτότητα, distinctively => Διακριτικά, distinctive feature => χαρακτηριστικό γνώρισμα, distinctive => διακριτικός,