Greek Meaning of distinctively

Διακριτικά

Other Greek words related to Διακριτικά

Definitions and Meaning of distinctively in English

Wordnet

distinctively (r)

in an identifiably distinctive manner

Webster

distinctively (adv.)

With distinction; plainly.

FAQs About the word distinctively

Διακριτικά

in an identifiably distinctive mannerWith distinction; plainly.

διαφορετικός,διακριτός,διακριτός,ποικίλος,Διαφορίσιμος,διαφορετικός,διαφορετικός,μακρινό,αποκλίνων,άλλος

ταυτόσημος,αδιαφοροποίητα,συγγενείς,σαν,παράλληλος,ίδιος,παρόμοιος,όμοιος,ανάλογος,συγκρίσιμος

distinctive feature => χαρακτηριστικό γνώρισμα, distinctive => διακριτικός, distinction => διάκριση, distinct => διακριτός, distillment => απόσταξη,