Greek Meaning of accordance
σύμφωνα με
Other Greek words related to σύμφωνα με
- σύγκρουση
- αντίθεση
- διαφωνία
- διαφορά
- ανισότητα
- Ανομοιότητα
- διάκριση
- ποικιλομορφία
- ασυμφωνία
- ασυμφωνία
- παρέκκλιση
- διχόνοια
- Διχόνοια
- ετερογένεια
- διαφωνία
- διαφωνία
- διακριτότητα
- διακριτότητα
- απόκλιση
- πολυμορφία
- Τριβή
- ασυμφωνία
- διαμάχη
- διαφορετικότητα
- μεταβλητότητα
- διακύμανση
- διαφωνία
- Διαφωνία
- διχόνοια
- Ασυμβατότητα
Nearest Words of accordance
Definitions and Meaning of accordance in English
accordance (n)
concurrence of opinion
the act of granting rights
accordance (n.)
Agreement; harmony; conformity.
FAQs About the word accordance
σύμφωνα με
concurrence of opinion, the act of granting rightsAgreement; harmony; conformity.
συμφωνία,συμφωνία,συμμόρφωση,συμμόρφωση,Αρμονία,μελωδία,συμβατότητα,συνάφεια,συμφωνία,συμβατότητα
σύγκρουση,αντίθεση,διαφωνία,διαφορά,ανισότητα,Ανομοιότητα,διάκριση,ποικιλομορφία,ασυμφωνία,ασυμφωνία
accordable => προσιτός, accord and satisfaction => Συμφωνία και ικανοποίηση, accord => συμφωνία, accomptant => λογιστής, accomptable => υπεύθυνος,