Greek Meaning of tangibly
χειροπιαστά
Other Greek words related to χειροπιαστά
Nearest Words of tangibly
Definitions and Meaning of tangibly in English
tangibly (r)
in a tangible manner
FAQs About the word tangibly
χειροπιαστά
in a tangible manner
αισθητός,απτός,φυσικός,απτός,πραγματικός,σκυρόδεμα,σωματικός,διακριτός,ενσωματωμένο,παρατηρήσιμος
άυλος,άυλος,άυλος,αφηρημένος,ασώματος,αιθέριος ,άμορφος,ασώματος,ανούσιος,άυλος
tangibleness => απτικότητα, tangible possession => Αποκτηθέν περιουσιακό στοιχείο, tangible => απτός, tangibility => απτικότητα, tanghinia => Τανγκινία,