Greek Meaning of circuity
Περιφερειακή
Other Greek words related to Περιφερειακή
- πολυπλοκότητα
- λυκόφως
- θόλωμα
- αδιαπερατότητα
- Ακαταληψία
- αοριστία
- εμμέσως
- αβεβαιότητα
- αοριστία
- Περιστροφή
- Αφαίρεση
- αμφισημία
- νεφοσκεπής
- Επιπλοκή
- βάθος
- βάθος
- δυσκολία
- λιποθυμία
- Ομίχλη
- Θολότητα
- ασαφήνεια
- Θολούρα
- Μυστήριο
- βλακεία
- βάθος
- σκιά
- Ακαταληψία
- Ασαφηνεια
- διφορούμενο
- σκοτάδι
- διφορούμενος
- Διασάφηση
- ακαταληψία
- θολότητα
- μυστήριο
- νεφώδης όψη
- λοξότητα
- Λοξότητα
- Ασαφής
- αδιαφάνεια
- αδιαφάνεια
- απόμερος
- σκιά
- αοριστία
- φωτεινότητα
- βεβαιότητα
- σαφήνεια
- σαφήνεια
- κατανοητότητα
- διακριτότητα
- τομή
- ευκρίνεια
- ευανάγνωση
- προφανές
- απλότητα
- Οριστικότητα
- ειλικρίνεια
- ακρίβεια
- σαφήνεια
- ειλικρίνεια
- Διορατικότητα
- σαφήνεια
- ανοιχτότητα
- διαύγεια
- Ευανάγνωστο
- ευθύτητα
- εγγύηση
- απτικότητα
- ορατότητα
- σαφήνεια
- προφανές
- ψηλαφητότητα
- σαφήνεια
- Αυτοφανερότητα
- απτικότητα
- Αναγνωσιμότητα
Nearest Words of circuity
- circuitry => Κύκλωμα
- circuitous => ελικοειδής
- circuition => κυκλοφορία
- circuiter => κυκλική βαθμολόγηση
- circuiteer => ηλεκτρολόγος μηχανικός
- circuit court of appeals => Εφετείο κυκλώματος
- circuit card => Ηλεκτρονική πλακέτα
- circuit breaker => Διακόπτης κυκλώματος
- circuit board => Μεταλλική Πλακέτα
- circuit => κύκλωμα
Definitions and Meaning of circuity in English
circuity (n.)
A going round in a circle; a course not direct; a roundabout way of proceeding.
FAQs About the word circuity
Περιφερειακή
A going round in a circle; a course not direct; a roundabout way of proceeding.
πολυπλοκότητα,λυκόφως,θόλωμα,αδιαπερατότητα,Ακαταληψία,αοριστία,εμμέσως,αβεβαιότητα,αοριστία,Περιστροφή
φωτεινότητα,βεβαιότητα,σαφήνεια,σαφήνεια,κατανοητότητα,διακριτότητα,τομή,ευκρίνεια,ευανάγνωση,προφανές
circuitry => Κύκλωμα, circuitous => ελικοειδής, circuition => κυκλοφορία, circuiter => κυκλική βαθμολόγηση, circuiteer => ηλεκτρολόγος μηχανικός,