Greek Meaning of obviate
αποφεύγω
Other Greek words related to αποφεύγω
- αποτρέπω
- αποκλείω
- αποτρέπω
- προβλέπω
- αποφεύγω
- απόδραση
- προλαμβάνω
- Αναχώρηση
- βοήθεια
- παρέχειν
- αποκρούω
- βαλκ
- μπλοκ
- παρακάμπτω
- αντισταθμίζω
- αντίβαρο
- εκτρέπω
- αποτρέπω
- ξεφεύγω
- αποφεύγω
- αποφεύγω
- απαγορεύω
- απογοητεύω
- καλάθι δώρων
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- αναστέλλω
- αρνούμαι
- ουδετεροποιώ
- ακυρώνω
- μετατόπιση
- απαγορεύω
- Καθυστερημένος
- αποθήκευση
- κουνάω
- αποφεύγω
- σταματάω
- Ματαιώνω
- Αντισταθμίζω (για)
- αποκρούω (από)
- παρεμβάλλω (σε)
- αναπληρώνω (κάτι σε κάποιον)
- αποκρούω **(off)
Nearest Words of obviate
Definitions and Meaning of obviate in English
obviate (v)
do away with
prevent the occurrence of; prevent from happening
obviate (v. t.)
To meet in the way.
To anticipate; to prevent by interception; to remove from the way or path; to make unnecessary; as, to obviate the necessity of going.
FAQs About the word obviate
αποφεύγω
do away with, prevent the occurrence of; prevent from happeningTo meet in the way., To anticipate; to prevent by interception; to remove from the way or path; t
αποτρέπω,αποκλείω,αποτρέπω,προβλέπω,αποφεύγω,απόδραση,προλαμβάνω,Αναχώρηση,βοήθεια,παρέχειν
βοήθεια,Βοήθεια,διευκολύνω,υποκινώ,πρόοδος,επιτρέψω,καλλιεργώ,ευκολία,ενθαρρύνω,μπροστά
obverting => ανατροπή, obverted => αντεστραμμένο, obvert => πεισματάρης, obversion => ανατροπή, obversely => αντίθετα,