Greek Meaning of forestall
προλαμβάνω
Other Greek words related to προλαμβάνω
- αποτρέπω
- αποτρέπω
- προβλέπω
- αποφεύγω
- απόδραση
- Αναχώρηση
- βοήθεια
- αποφεύγω
- αποκλείω
- παρέχειν
- βαλκ
- μπλοκ
- παρακάμπτω
- αντισταθμίζω
- αντίβαρο
- εκτρέπω
- αποτρέπω
- ξεφεύγω
- αποφεύγω
- αποφεύγω
- απαγορεύω
- απογοητεύω
- σταματώ
- καλάθι δώρων
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- αναστέλλω
- αρνούμαι
- ουδετεροποιώ
- ακυρώνω
- μετατόπιση
- απαγορεύω
- Καθυστερημένος
- αποθήκευση
- κουνάω
- αποφεύγω
- περίπτερο
- αποκρούω
- σταματάω
- Ματαιώνω
- αποκρούω (από)
- παρεμβάλλω (σε)
- αποκρούω **(off)
Nearest Words of forestall
- forestal => δασικό
- forestage => Δασική έκταση
- forestaff => βακτηρία
- forest tent caterpillar => Σκηνή κάμπια δάσους
- forest red gum => Κόκκινη αυστραλιανή κολλατίνα
- forest god => Θεός του δάσους
- forest goat => Αγριοκάτσικο
- forest fire fighter => Δασοπυροσβέστης
- forest fire => Δασική πυρκαγιά
- forest => δάσος (dasos)
Definitions and Meaning of forestall in English
forestall (v)
keep from happening or arising; make impossible
act in advance of; deal with ahead of time
forestall (v. t.)
To take beforehand, or in advance; to anticipate.
To take possession of, in advance of some one or something else, to the exclusion or detriment of the latter; to get ahead of; to preoccupy; also, to exclude, hinder, or prevent, by prior occupation, or by measures taken in advance.
To deprive; -- with of.
To obstruct or stop up, as a way; to stop the passage of on highway; to intercept on the road, as goods on the way to market.
FAQs About the word forestall
προλαμβάνω
keep from happening or arising; make impossible, act in advance of; deal with ahead of timeTo take beforehand, or in advance; to anticipate., To take possession
αποτρέπω,αποτρέπω,προβλέπω,αποφεύγω,απόδραση,Αναχώρηση,βοήθεια,αποφεύγω,αποκλείω,παρέχειν
βοήθεια,Βοήθεια,διευκολύνω,υποκινώ,πρόοδος,επιτρέψω,καλλιεργώ,ευκολία,ενθαρρύνω,μπροστά
forestal => δασικό, forestage => Δασική έκταση, forestaff => βακτηρία, forest tent caterpillar => Σκηνή κάμπια δάσους, forest red gum => Κόκκινη αυστραλιανή κολλατίνα,