Greek Meaning of forest fire
Δασική πυρκαγιά
Other Greek words related to Δασική πυρκαγιά
Nearest Words of forest fire
- forest fire fighter => Δασοπυροσβέστης
- forest goat => Αγριοκάτσικο
- forest god => Θεός του δάσους
- forest red gum => Κόκκινη αυστραλιανή κολλατίνα
- forest tent caterpillar => Σκηνή κάμπια δάσους
- forestaff => βακτηρία
- forestage => Δασική έκταση
- forestal => δασικό
- forestall => προλαμβάνω
- forestalled => προέλαβε
Definitions and Meaning of forest fire in English
forest fire (n)
an uncontrolled fire in a wooded area
FAQs About the word forest fire
Δασική πυρκαγιά
an uncontrolled fire in a wooded area
φωτιά κάμπινγκ,Δασική πυρκαγιά,Κατασκηνωτική φωτιά,Δασική πυρκαγιά,αποτυγχάνω παταγωδώς,Πυρκαγιά,Ολοκαύτωμα,κόλαση,εμπρησμός,φλόγα
No antonyms found.
forest => δάσος (dasos), forespurrer => forespurrer, forespent => εξαντλημένος, forespeech => πρόλογος, forespeaking => μεσιτεία,