FAQs About the word forest fire

Δασική πυρκαγιά

an uncontrolled fire in a wooded area

φωτιά κάμπινγκ,Δασική πυρκαγιά,Κατασκηνωτική φωτιά,Δασική πυρκαγιά,αποτυγχάνω παταγωδώς,Πυρκαγιά,Ολοκαύτωμα,κόλαση,εμπρησμός,φλόγα

No antonyms found.

forest => δάσος (dasos), forespurrer => forespurrer, forespent => εξαντλημένος, forespeech => πρόλογος, forespeaking => μεσιτεία,