Greek Meaning of forestalled

προέλαβε

Other Greek words related to προέλαβε

Definitions and Meaning of forestalled in English

Webster

forestalled (imp. & p. p.)

of Forestall

FAQs About the word forestalled

προέλαβε

of Forestall

αποφεύχθηκε,εμπόδισε,αναμενόμενος,Απέφευξε,δραπέτευσε,βοήθησε,κατήργησε,αποκλείστηκε,προσφέρονται,μπερδεμένος

υποκινήθηκε,βοήθησε,υποστηρίζεται,ανακουφισμένος,διευκόλυνε,προηγμένος,επιτρεπόμενο,Καλλιεργούμενος,ενθάρρυνε,προωθημένο

forestall => προλαμβάνω, forestal => δασικό, forestage => Δασική έκταση, forestaff => βακτηρία, forest tent caterpillar => Σκηνή κάμπια δάσους,