Greek Meaning of forestaller

έμπορος δασών

Other Greek words related to έμπορος δασών

Definitions and Meaning of forestaller in English

Webster

forestaller (n.)

One who forestalls; esp., one who forestalls the market.

FAQs About the word forestaller

έμπορος δασών

One who forestalls; esp., one who forestalls the market.

αποτρέπω,αποτρέπω,προβλέπω,αποφεύγω,απόδραση,Αναχώρηση,βοήθεια,αποφεύγω,αποκλείω,παρέχειν

βοήθεια,Βοήθεια,διευκολύνω,υποκινώ,πρόοδος,επιτρέψω,καλλιεργώ,ευκολία,ενθαρρύνω,μπροστά

forestalled => προέλαβε, forestall => προλαμβάνω, forestal => δασικό, forestage => Δασική έκταση, forestaff => βακτηρία,