Greek Meaning of forestaller
έμπορος δασών
Other Greek words related to έμπορος δασών
- αποτρέπω
- αποτρέπω
- προβλέπω
- αποφεύγω
- απόδραση
- Αναχώρηση
- βοήθεια
- αποφεύγω
- αποκλείω
- παρέχειν
- βαλκ
- μπλοκ
- παρακάμπτω
- αντισταθμίζω
- αντίβαρο
- εκτρέπω
- αποτρέπω
- ξεφεύγω
- αποφεύγω
- αποφεύγω
- απαγορεύω
- απογοητεύω
- σταματώ
- καλάθι δώρων
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- αναστέλλω
- αρνούμαι
- ουδετεροποιώ
- ακυρώνω
- μετατόπιση
- απαγορεύω
- Καθυστερημένος
- αποθήκευση
- κουνάω
- αποφεύγω
- περίπτερο
- αποκρούω
- σταματάω
- Ματαιώνω
- αποκρούω (από)
- παρεμβάλλω (σε)
- αποκρούω **(off)
Nearest Words of forestaller
- forestalled => προέλαβε
- forestall => προλαμβάνω
- forestal => δασικό
- forestage => Δασική έκταση
- forestaff => βακτηρία
- forest tent caterpillar => Σκηνή κάμπια δάσους
- forest red gum => Κόκκινη αυστραλιανή κολλατίνα
- forest god => Θεός του δάσους
- forest goat => Αγριοκάτσικο
- forest fire fighter => Δασοπυροσβέστης
Definitions and Meaning of forestaller in English
forestaller (n.)
One who forestalls; esp., one who forestalls the market.
FAQs About the word forestaller
έμπορος δασών
One who forestalls; esp., one who forestalls the market.
αποτρέπω,αποτρέπω,προβλέπω,αποφεύγω,απόδραση,Αναχώρηση,βοήθεια,αποφεύγω,αποκλείω,παρέχειν
βοήθεια,Βοήθεια,διευκολύνω,υποκινώ,πρόοδος,επιτρέψω,καλλιεργώ,ευκολία,ενθαρρύνω,μπροστά
forestalled => προέλαβε, forestall => προλαμβάνω, forestal => δασικό, forestage => Δασική έκταση, forestaff => βακτηρία,