FAQs About the word fend (off)

αποκρούω (από)

to defend oneself against (someone or something)

απωθώ,απωθώ,αντιστέκομαι,αποκρούω,απομακρύνω,γυρίζω πίσω,Νικήσει,εκτρέπω,μάχη,αναστείλω

αγκαλιάζω,Καλώς ήρθατε (Kalos orisate),Χαλάζι

fencing (in) => Ξιφασκία (σε), fence-sitting => Καθήστε στον φράχτη, fence-sitting => Κάθομαι στον φράχτη, fences => φράχτες, fencers => ξιφομάχοι,