FAQs About the word campfire

Κατασκηνωτική φωτιά

a small outdoor fire for warmth or cooking (as at a camp)

φωτιά κάμπινγκ,Δασική πυρκαγιά,Δασική πυρκαγιά,Δασική πυρκαγιά,Πυρκαγιά,κόλαση,εμπρησμός,αποτυγχάνω παταγωδώς,φλόγα,Ολοκαύτωμα

No antonyms found.

campestrian => αγροτικός, campestral => αγροτικός, camper trailer => τροχόσπιτο, camper => κάμπερ, campephilus principalis => Χρυσοπτέρυγος δρυοκολάπτης,