Greek Meaning of campground
κάμπινγκ
Other Greek words related to κάμπινγκ
Nearest Words of campground
Definitions and Meaning of campground in English
campground (n)
a site where people on holiday can pitch a tent
FAQs About the word campground
κάμπινγκ
a site where people on holiday can pitch a tent
Κατασκήνωση,κάμπινγκ,στρατόπεδο,καταυλισμός,Στρατόπεδο,καμβάς,καμβάς,αποικία,Στρατόπεδο συγκέντρωσης,καλύβα
No antonyms found.
campfire girl => κορίτσι της φωτιάς, campfire => Κατασκηνωτική φωτιά, campestrian => αγροτικός, campestral => αγροτικός, camper trailer => τροχόσπιτο,