FAQs About the word hutment

καλύβα

an encampment of huts (chiefly military)

Κατασκήνωση,κάμπινγκ,κάμπινγκ,στρατόπεδο,καταυλισμός,καμβάς,Στρατόπεδο,στρατόπεδο,καμβάς,αποικία

No antonyms found.

hutchunsonian => hutchunsonian, hutchins => Χάτσενς, hutching => καλύβα, hutched => κυρτωμένος, hutch => Κλουβί,