FAQs About the word springs (for)

ελατήρια (για)

to pay for (something)

ικανοποιεί,χώρες,αποδίδει,πριν,υπόλοιπα,καθαρίζει,εκκρίσεις,πόδια,εκκαθαρίζει,πληρώνει

αποκηρύσσει

springs => πηγές, springing (up) => αναβλύζων (πάνω), springing (for) => ελατηριωτός (για), springing => αναπήδησης, springily => ελαστικά,