FAQs About the word ponies up

πληρώνει

pay, to pay (money) especially in settlement of an account

χώρες,αποδίδει,ελατήρια (για),πριν,υπόλοιπα,καθαρίζει,εκκρίσεις,πόδια,εκκαθαρίζει,ικανοποιεί

αποκηρύσσει

ponies => πόνυ, ponied up => δόθηκε, poniards => στιλέτα, poniarding => μαχαιριά, poniarded => μαχαιρώθηκε,