Greek Meaning of pooching
Λαθροθηρία
Other Greek words related to Λαθροθηρία
- εξογκωμένος
- σκουντούμπι
- προεξέχων
- αεροστατική
- φουσκωμένος
- κυματώδης
- συγκέντρωση
- εξέχον
- εξωτερικός
- λαθροθηρία
- θυμωμένος
- προβαλλόμενος
- Εξέχων
- αρχή
- εξέχων
- Οίδημα
- σακούλιασμα
- σκαθάρι
- εκρήγνυται
- διαστολικός
- διαστελλόμενος
- Κάλυψη
- επιμήκυνξη
- επεκτεινόμενος
- εκτίνω
- φουσκώνω
- επιμήκυνση
- μανιταριάζω
- Χιονόμπαλα
- stretching
Nearest Words of pooching
Definitions and Meaning of pooching in English
pooching
bulge, to botch an activity or undertaking, dog entry 1 sense 1a, dog
FAQs About the word pooching
Λαθροθηρία
bulge, to botch an activity or undertaking, dog entry 1 sense 1a, dog
εξογκωμένος,σκουντούμπι,προεξέχων,αεροστατική,φουσκωμένος,κυματώδης,συγκέντρωση,εξέχον,εξωτερικός,λαθροθηρία
συμπιέζοντας,συμπύκνωση,σύναψη σύμβασης,συρρίκνωση,στενεύον
pooched => κουρασμένος, poo-bah => πού-μπα, Ponzi scheme => Πυραμίδα Πόνζι, ponying up => ανεβαίνοντας, pontoons => πλωτήρες,