Greek Meaning of bellying
φουσκωμένος
Other Greek words related to φουσκωμένος
- εξογκωμένος
- σκουντούμπι
- προεξέχων
- αεροστατική
- σκαθάρι
- κυματώδης
- συγκέντρωση
- εξέχον
- εξωτερικός
- Λαθροθηρία
- λαθροθηρία
- θυμωμένος
- προβαλλόμενος
- Εξέχων
- εξέχων
- Οίδημα
- σακούλιασμα
- εκρήγνυται
- διαστολικός
- διαστελλόμενος
- Κάλυψη
- επιμήκυνξη
- επεκτεινόμενος
- εκτίνω
- φουσκώνω
- επιμήκυνση
- μανιταριάζω
- Χιονόμπαλα
- αρχή
- stretching
Nearest Words of bellying
Definitions and Meaning of bellying in English
bellying (s)
curving outward
bellying (p. pr. & vb. n.)
of Belly
FAQs About the word bellying
φουσκωμένος
curving outwardof Belly
εξογκωμένος,σκουντούμπι,προεξέχων,αεροστατική,σκαθάρι,κυματώδης,συγκέντρωση,εξέχον,εξωτερικός,Λαθροθηρία
συμπιέζοντας,συμπύκνωση,σύναψη σύμβασης,συρρίκνωση,στενεύον
belly-god => Θεός της κοιλιάς, bellyful => Κοιλιά, belly-flop => βουλιάγματος face down, bellycheer => κοιλιοχαρά, bellycheat => Πειναλέας,