FAQs About the word ponying up

ανεβαίνοντας

pay, to pay (money) especially in settlement of an account

πληρωμή,αποπληρωμή,πληρωμή,ελατηριωτός (για),εξισορρόπηση,εκφόρτωση,πέλμα,εκκαθάριση,συνάντηση,κατακάθιση

αποποιούμενοι

pontoons => πλωτήρες, pontificating => απίστευτα σημαντικό, pontificated => καταχράστηκε την εξουσία του, ponies up => πληρώνει, ponies => πόνυ,