FAQs About the word spring (up)

ελατήριο

to grow or appear suddenly

προκύπτω,αναδύομαι,γίνω,επιφάνεια,εμφανίζω,προκύπτω,(εμφανίζεται),συνέχεια,υλοποιώ,συμβαίνει

No antonyms found.

spring (for) => εαρινό (για), sprigs => κλαδάκια, sprightful => ζωηρός, sprees => ξόδεμα, spreads => εξαπλώνεται,