Greek Meaning of sprawled
απλωμένη
Other Greek words related to απλωμένη
- διαφοροποιήθηκε
- διαιρεμένος
- διευρυμένο
- ακτινοβολημένος
- διασκορπισμένο
- κλαδισμένος
- ανέβηκε
- διασκορπισμένος
- επεκταθεί
- ανεμιστήρας (έξω)
- χωρισμένοι
- τριαντάφυλλο
- διαχωρισμένος
- απλωμένος
- (εξαπλώνω)
- πρησμένος
- διάχυτος
- διανεμήθηκε
- διασκορπισμένος
- διευρυμένο
- κλιμακωθείς
- διχαλωτό
- αυξημένος
- τοποθετημένος
- πολλαπλασιασμένο
- μανιταρώδης
- πολλαπλασιαζόμενος
- λαμπερός
- Τυλιγμένο
- χιόνισε
- κέρωμα
Nearest Words of sprawled
Definitions and Meaning of sprawled in English
sprawled
an irregularly spread or scattered group or mass, to lie or sit with arms and legs spread out, urban sprawl, to cause to spread out carelessly or awkwardly, the act, posture, or condition of sprawling, to spread out in an uneven or awkward way, to spread or develop irregularly or without restraint, to lie thrashing or tossing about, to creep or clamber awkwardly
FAQs About the word sprawled
απλωμένη
an irregularly spread or scattered group or mass, to lie or sit with arms and legs spread out, urban sprawl, to cause to spread out carelessly or awkwardly, the
διαφοροποιήθηκε,διαιρεμένος,διευρυμένο,ακτινοβολημένος,διασκορπισμένο,κλαδισμένος,ανέβηκε,διασκορπισμένος,επεκταθεί,ανεμιστήρας (έξω)
περιεχομενη,περιορισμένος,περιορισμένος,συμπυκνωμένος,συμφωνημένο,συγκλίνουσας,μειωμένος,ελαττωμένος,συρρικνώθηκε,εστιασμένος
sprats => σαρδέλα, sprang (up) => ξεπήδησε, sprang (for) => πήδησε (για), sprang => πήδηξε, spouts => Στόμια,