Greek Meaning of climbed
ανέβηκε
Other Greek words related to ανέβηκε
Nearest Words of climbed
- climber => Αναρριχητής
- climbing => αναρρίχηση
- climbing bird's nest fern => Αναρριχητικό φυτό Νεφρόλεπις
- climbing bittersweet => Γλυκόπικρη αναρριχητική
- climbing boneset => Ευπατόριο το κηλιδωτό
- climbing corydalis => Κορυδαλίς η δακτυλόφωλλος
- climbing fern => Αναρριχητικό φυτό
- climbing frame => Σκαλωσιά αναρρίχησης
- climbing fumitory => Καμπανούλες
- climbing hemp-vine => Αναρριχώμενη κάνναβη
Definitions and Meaning of climbed in English
climbed (imp. & p. p.)
of Climb
FAQs About the word climbed
ανέβηκε
of Climb
ανατέλλει,αναρριχήθηκε,κλιμακωτό,Ομελέτα,μουτζούρες,σμήνευαν,αρπάγη,τοποθετημένος,Ολίσθησε,γρατζουνισμένος
αρνήθηκε,καταγόμενος,βουτηγμένο,έπεσε,έπεσε,βυθισμένος,βούτηξε,περιστέρι,έπεσε κάθετα,βούλιαξε
climb-down => κατηφόρα, climbable => Αναρριχητικό, climb up => αναρριχώμαι, climb on => Αναρρίχηση, climb down => κατεβαίνω,