Greek Meaning of climbing fern
Αναρριχητικό φυτό
Other Greek words related to Αναρριχητικό φυτό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of climbing fern
- climbing corydalis => Κορυδαλίς η δακτυλόφωλλος
- climbing boneset => Ευπατόριο το κηλιδωτό
- climbing bittersweet => Γλυκόπικρη αναρριχητική
- climbing bird's nest fern => Αναρριχητικό φυτό Νεφρόλεπις
- climbing => αναρρίχηση
- climber => Αναρριχητής
- climbed => ανέβηκε
- climb-down => κατηφόρα
- climbable => Αναρριχητικό
- climb up => αναρριχώμαι
- climbing frame => Σκαλωσιά αναρρίχησης
- climbing fumitory => Καμπανούλες
- climbing hemp-vine => Αναρριχώμενη κάνναβη
- climbing hempweed => Γαϊδουράγκαθο
- climbing hydrangea => Αναρριχώμενη ορτανσία
- climbing iron => σίδερο αναρρίχησης
- climbing lily => Κρίνος ο αναρριχητικός
- climbing maidenhair => σπαρτίου ροδόχροο
- climbing maidenhair fern => Αδίαντο το μικρό
- climbing nightshade => Γλυκοπικραδα
Definitions and Meaning of climbing fern in English
climbing fern (n)
any of several ferns of the genus Lygodium that climb by twining
FAQs About the word climbing fern
Αναρριχητικό φυτό
any of several ferns of the genus Lygodium that climb by twining
No synonyms found.
No antonyms found.
climbing corydalis => Κορυδαλίς η δακτυλόφωλλος, climbing boneset => Ευπατόριο το κηλιδωτό, climbing bittersweet => Γλυκόπικρη αναρριχητική, climbing bird's nest fern => Αναρριχητικό φυτό Νεφρόλεπις, climbing => αναρρίχηση,