Greek Meaning of materializing
υλοποιούμενο
Other Greek words related to υλοποιούμενο
Nearest Words of materializing
Definitions and Meaning of materializing in English
materializing (p. pr. & vb. n.)
of Materialize
FAQs About the word materializing
υλοποιούμενο
of Materialize
φαινόμενος,προκύπτοντας,αρχή,(είναι),ξεκινώντας,αναδυόμενη,σχηματίζοντας,προερχόμενος,αρχή,υλοποιών
παύοντας,τελικός,τέλος,φινίρισμα,ανακοπή,στάση,καταληκτικός,παραιτούμενος,εξαφανιζόμενο,διακοπή
materialized => υλοποιημένος, materialize => υλοποιώ, materialization => υλοποίηση, materiality => ουσιαστικότητα, materialistically => υλιστικά,