Greek Meaning of materialness

υλικότητα

Other Greek words related to υλικότητα

Definitions and Meaning of materialness in English

Webster

materialness (n.)

The state of being material.

FAQs About the word materialness

υλικότητα

The state of being material.

κατασκευή,δυνητικός,Ουσία,δυνατότητα,δυνατότητα,πρώτη ύλη,πράγματα,ξύλο,ερώτηση,μέταλλο

άυλος,άυλος,Αΰλος,ασώματος,διαφανής,ασώματος,ασώματος,αιθέριος ,άμορφος,άυλος

materially => υλικά, materializing => υλοποιούμενο, materialized => υλοποιημένος, materialize => υλοποιώ, materialization => υλοποίηση,