Greek Meaning of boasted

καυχιόταν

Other Greek words related to καυχιόταν

Definitions and Meaning of boasted in English

Webster

boasted (imp. & p. p.)

of Boast

FAQs About the word boasted

καυχιόταν

of Boast

καυχιόταν,φυσώ,γεμάτο,εμφανίζεται,εκθέθηκε,καυχιόταν,πολύτιμος,κάπνισε,φλυαρώ,ταλάντευσε

υποτιμούσε,ελαττωμένος,σε έκπτωση,γέλασε με,ελαχιστοποιημένος,εξαντλημένος,υποτιμημένο,υποτιμημένο,θρήνησε,ξεπερασμένο

boastance => καύχηση, boast => καυχιέμαι, boas => Φίδια, boarish => αγριωπός, boarhound => Μπορζόι,