Greek Meaning of vapored

εξατμισμένος

Other Greek words related to εξατμισμένος

Definitions and Meaning of vapored in English

Webster

vapored (imp. & p. p.)

of Vapor

Webster

vapored (a.)

Wet with vapors; moist.

Affected with the vapors. See Vapor, n., 5.

FAQs About the word vapored

εξατμισμένος

of Vapor, Wet with vapors; moist., Affected with the vapors. See Vapor, n., 5.

κάπνισε,καυχιόταν,καυχιόταν,φυσώ,εκφοβισμένος,γεμάτο,εμφανίζεται,εκθέθηκε,καυχησιάρης,καυχιόταν

υποτιμούσε,ξεπερασμένο,ελαττωμένος,σε έκπτωση,γέλασε με,ελαχιστοποιημένος,υποβάθμισε,εξαντλημένος,σήκωσε τους ώμους,υποτιμημένο

vaporation => Ατμοποίηση, vaporate => εξατμίζω, vaporable => εκνέμω, vaporability => Επιδεκτικότητα εξάτμισης, vapor pressure => Πίεση ατμών,