Greek Meaning of bulled

εκφοβισμένος

Other Greek words related to εκφοβισμένος

Definitions and Meaning of bulled in English

Webster

bulled (a.)

Swollen.

FAQs About the word bulled

εκφοβισμένος

Swollen.

έσπρωξε,συμπιεσμένο,βαρετό,συνετρίβη,αγκώνας,μαρμελάδα,σπρώχθηκε,μυώδης,πιεσμένο,ώμος

υποτιμούσε,ξεπερασμένο,ελαττωμένος,σε έκπτωση,γέλασε με,ελαχιστοποιημένος,υποβάθμισε,εξαντλημένος,λυπήθηκα,σήκωσε τους ώμους

bulldozing => μπουλντόζες, bulldozer => μπουλντόζα, bulldozed => μπουλντόζα, bulldoze => μπουλντόζα, bulldog wrench => Μονόκλειδο,