Greek Meaning of bulled
εκφοβισμένος
Other Greek words related to εκφοβισμένος
Nearest Words of bulled
- bullen-bullen => Λουκουμάδες
- bullen-nail => Στρογγυλοκέφαλο καρφί
- bullet => σφαίρα
- bullet fingerprinting => Αποτύπωμα σφαίρας
- bullet hole => τρύπα από σφαίρα
- bullet train => Ταχεία αμαξοστοιχία
- bullet vote => Ψήφος όλες ή τίποτα
- bullethead => σφαίρα
- bullet-headed => κεφαλή βλήματος
- bulletin => δελτίο
Definitions and Meaning of bulled in English
bulled (a.)
Swollen.
FAQs About the word bulled
εκφοβισμένος
Swollen.
έσπρωξε,συμπιεσμένο,βαρετό,συνετρίβη,αγκώνας,μαρμελάδα,σπρώχθηκε,μυώδης,πιεσμένο,ώμος
υποτιμούσε,ξεπερασμένο,ελαττωμένος,σε έκπτωση,γέλασε με,ελαχιστοποιημένος,υποβάθμισε,εξαντλημένος,λυπήθηκα,σήκωσε τους ώμους
bulldozing => μπουλντόζες, bulldozer => μπουλντόζα, bulldozed => μπουλντόζα, bulldoze => μπουλντόζα, bulldog wrench => Μονόκλειδο,