Greek Meaning of vaporing
εξάτμιση
Other Greek words related to εξάτμιση
- καύχηση
- καυχησιολογία
- φυσώντας
- φυσάω καπνό
- αλαζονικός
- εκφοβισμός
- λαλητός
- Εμφανίζοντας
- εκθέτοντας
- φανφαρονισμός
- Φουσκωμένος
- φαντασμένος
- Αλαζονικός
- επιδεικνύοντας
- εκθέτω
- αγαλλόμενος
- προκλητικός
- δοξασμός
- δοξάζοντας
- τρεχούμενο
- παρενόχληση
- μεγεθυντικός
- μεγιστοποίηση
- παρελάζω
- υπερηφάνεια
- αγαλλίαση
- Φιγουρατζής
Nearest Words of vaporing
Definitions and Meaning of vaporing in English
vaporing (n)
an instance of boastful talk
vaporing (p. pr. & vb. n.)
of Vapor
vaporing (a.)
Talking idly; boasting; vaunting.
FAQs About the word vaporing
εξάτμιση
an instance of boastful talkof Vapor, Talking idly; boasting; vaunting.
καύχηση,καυχησιολογία,φυσώντας,φυσάω καπνό,αλαζονικός,εκφοβισμός,λαλητός,Εμφανίζοντας,εκθέτοντας,φανφαρονισμός
Μειωτικός,απαξιωτικός,φθίνων,έκπτωση,Ελαχιστοποίηση,υποτιμώ,υποτίμηση,υποτίμηση,Θρηνώντας,θρηνώντας
vaporimeter => υγρόμετρο, vaporiform => αεριώδης, vaporific => ατμοποιητικός, vaporiferous => ατμοσφαιρικός, vaporer => ατμοποιητής,