Greek Meaning of exulted
ενθουσιώδης
Other Greek words related to ενθουσιώδης
Nearest Words of exulted
Definitions and Meaning of exulted in English
exulted (imp. & p. p.)
of Exult
FAQs About the word exulted
ενθουσιώδης
of Exult
Χαρούμενος,χαρούμενος,καυχιόταν,γεμάτο,θριαμβολογούσε,δοξασμένος,έξαλλος,καυχιόταν,χάρηκε,θριάμβευσε
λυπημένος,θρηνούσε,λυπήθηκα,έκλαψε,θρήνησε,θρήνησε
exultation => αγαλλίαση, exultantly => χαρούμενα, exultant => πανηγυρικός, exultancy => ευφορία, exultance => αγαλλίαση,