FAQs About the word gasconader

γκασκοναδισμός

A great boaster; a blusterer.

ανεμιστήρας,Πετεινός,κράκερ,Γασκώνος,καυχησιάρης,καυχησιάρης,φαντασμένος,κομπαστής,Καυχημά,φανφαρόνος

No antonyms found.

gasconaded => καυχησιάρης, gasconade => κομπασμός, gascon => Γασκώνος, gascoines => Γκάσκοϊνς, gascogne => Γασκώνη,