Greek Meaning of triumphalism
θριαμβολογισμός
Other Greek words related to θριαμβολογισμός
- αλαζονεία
- υπόθεση
- καύχηση
- βόμβα
- κομπασμός
- Μπραβάντο
- κυριαρχία
- Αλαζονεία
- ύψος
- Αυτονομία
- οργή
- αυταρχικότητα
- εξύψωση
- μεγαλείο
- αυταρχικότητα
- αλαζονεία
- αλαζονεία
- αυθάδεια
- Πρόφαση
- Αυτοπεποίθηση
- υποστύλωμα
- υπεροψία
- Υπεροχή
- αλαζονεία
- ματαιοδοξία
- ματαιοδοξία
- στάση
- γαβ γαβ
- Καυχημά
- θρασύτητα
- θράσος
- Αλαζονεία
- συνέπεια
- Περιφρόνηση
- Εγωισμός
- εγωισμός
- Ψηλός ίππος
- Πληθωρισμός
- Πρόφαση
- αξίωση
- προσποίηση
- θράσος
- περιφρόνηση
- Αυτοβεβαίωση
- εγωκεντρισμός
- εφησυχασμός
- αυτοϊκανοποίηση
- Αυταρέσκεια
- σνομπισμός
- σνομπισμός
- σνομπισμός
- εγωισμός
- ματαιοδοξία
- αυθεντικότητα
- αυταρχικότητα
- θωρακισμός
- Μαεστρία
- συνέπειες στον εαυτό
- αλαζονεία
- εφησυχασμός
- εγωισμός
- θράσος
- Θράσος
- υπερηφάνια
- υπερηφάνεια
- εγωισμός
- αυτοπεποίθηση
- πλευρά
- Σύνδρομο ανωτερότητας
- Περήφανη κεφαλή
- Αυτοαξίωση
- ικανοποιημένος με τον εαυτό του
- Αυτοπεποίθηση
Nearest Words of triumphalism
- triumph (over) => θριαμβεύω (επί)
- triptychs => Τρίπτυχα
- trips => ταξίδια
- tripping the light fantastic => Χορεύοντας με πάθος
- tripped the light fantastic => Ταξίδεψε στο φανταστικό φως
- tripling (in) => τριπλασιασμός (σε)
- triplexes => Τριπλοκατοικίες
- tripled (in) => τριπλασιασμένος (σε)
- triple (in) => τριπλό (σε)
- triplane => τριπλάνο
Definitions and Meaning of triumphalism in English
triumphalism
the attitude that one religious creed is superior to all others, an attitude or feeling of victory or superiority, smug or boastful pride in the success or dominance of one's nation or ideology over others
FAQs About the word triumphalism
θριαμβολογισμός
the attitude that one religious creed is superior to all others, an attitude or feeling of victory or superiority, smug or boastful pride in the success or domi
αλαζονεία,υπόθεση,καύχηση,βόμβα,κομπασμός,Μπραβάντο,,κυριαρχία,Αλαζονεία,ύψος
ντροπαλότητα,Σωφροσύνη,δυσπιστία,πράοτης,παθητικότητα,αυτοαμφιβολία,δειλία,υποτακτικότητα,Δειλία,Ταπεινότητα
triumph (over) => θριαμβεύω (επί), triptychs => Τρίπτυχα, trips => ταξίδια, tripping the light fantastic => Χορεύοντας με πάθος, tripped the light fantastic => Ταξίδεψε στο φανταστικό φως,