Greek Meaning of capitalizing

εκμετάλλευση

Other Greek words related to εκμετάλλευση

Definitions and Meaning of capitalizing in English

Webster

capitalizing (p. pr. & vb. n.)

of Capitalize

FAQs About the word capitalizing

εκμετάλλευση

of Capitalize

χρηματοδότηση,χρηματοδότηση,επιδοτώ,υπεράσπιση,βοήθεια,χρηματοδότηση,επικύρωση,ενδοση,συντηρώντας,χορηγία

αποχρηματοδότηση

capitalized => κεφαλαίο, capitalize => αξιοποιώ, capitalization => κεφαλαιοποίηση, capitalistic => καπιταλιστικός, capitalist economy => Καπιταλιστική οικονομία,