Greek Meaning of grubstaking
Grubstaking
Other Greek words related to Grubstaking
- καταβάλλοντας
- πέλμα
- χρηματοδότηση
- εκκαθάριση
- πληρωμή
- αποπληρωμή
- πληρωμή
- ελατηριωτός (για)
- όρθιος
- υπεράσπιση
- βοήθεια
- υποστήριξη
- χρηματοδότηση
- εκμετάλλευση
- υπερασπιστής
- εκκαθάριση
- εκφόρτωση
- επικύρωση
- ενδοση
- χρηματοδότηση
- επικυρώνοντας
- συντηρώντας
- προστατευτικός
- παροχή (για)
- διακοπή καπνίσματος
- αποζημίωση
- κατακάθιση
- χορηγία
- πασσάλισμα
- επιδοτώ
- υποστηρίζων
- ανάληψη υπογραφής
- συγχρηματοδότηση
- Συνχρηματοδότηση
- θρεπτικός
- αναχρηματοδότηση
- επιστροφή χρημάτων
Nearest Words of grubstaking
Definitions and Meaning of grubstaking in English
grubstaking
supplies or funds given to a mining prospector in return for a promise of a share in his finds, to provide with a grubstake, material assistance (such as a loan) provided for launching an enterprise or for a person in difficult circumstances, supplies or funds furnished a mining prospector on promise of a share in his discoveries
FAQs About the word grubstaking
Grubstaking
supplies or funds given to a mining prospector in return for a promise of a share in his finds, to provide with a grubstake, material assistance (such as a loan
καταβάλλοντας,πέλμα,χρηματοδότηση,εκκαθάριση,πληρωμή,αποπληρωμή,πληρωμή,ελατηριωτός (για),όρθιος,υπεράσπιση
αποχρηματοδότηση
grubstaked => βρώμα, grubs => Λάρβες, grubbing (about) => γύρω γύρω, grubbed (about) => λασπωμένος, grub (about) => προνύμφες (περίπου),