Greek Meaning of refinancing
αναχρηματοδότηση
Other Greek words related to αναχρηματοδότηση
- υπεράσπιση
- βοήθεια
- υποστήριξη
- συγχρηματοδότηση
- Συνχρηματοδότηση
- επικύρωση
- χρηματοδότηση
- χρηματοδότηση
- επικυρώνοντας
- προστατευτικός
- χορηγία
- επιδοτώ
- ανάληψη υπογραφής
- χρηματοδότηση
- εκμετάλλευση
- υπερασπιστής
- καταβάλλοντας
- ενδοση
- πέλμα
- Grubstaking
- εκκαθάριση
- συντηρώντας
- πληρωμή
- παροχή (για)
- επιστροφή χρημάτων
- πασσάλισμα
- όρθιος
- υποστηρίζων
- εκκαθάριση
- εκφόρτωση
- θρεπτικός
- αποπληρωμή
- πληρωμή
- διακοπή καπνίσματος
- αποζημίωση
- κατακάθιση
- ελατηριωτός (για)
Nearest Words of refinancing
- refines => διυλίζει
- refitted => Ανακαινισμένο
- refitting => επισκευή
- refixed => Επισκευασμένο
- refixes => προθήματα
- refixing => επισκευή
- reflect (on or upon) => προβληματίζομαι (πάνω σε ή για)
- reflected (on or upon) => αντανακλάται (πάνω ή πάνω)
- reflecting (on or upon) => Αντανακλώντας (επάνω ή πάνω)
- reflections => ανακλάσεις
Definitions and Meaning of refinancing in English
refinancing
to revise the terms of (a debt obligation) especially in regard to interest rate or payment schedule, a revision of the terms of a debt obligation (as a mortgage), to renew or reorganize the financing of, to renew or reorganize the financing of something, to finance something anew, a financing of something anew
FAQs About the word refinancing
αναχρηματοδότηση
to revise the terms of (a debt obligation) especially in regard to interest rate or payment schedule, a revision of the terms of a debt obligation (as a mortgag
υπεράσπιση,βοήθεια,υποστήριξη,συγχρηματοδότηση,Συνχρηματοδότηση,επικύρωση,χρηματοδότηση,χρηματοδότηση,επικυρώνοντας,προστατευτικός
αποχρηματοδότηση
refinanced => refinanced, refilled => ξαναγέμισαν, refiguring => Αναδιαμόρφωση, refigured => αναδιαμορφωμένος, refers (to) => αναφέρεται,