Greek Meaning of refitting
επισκευή
Other Greek words related to επισκευή
- τροποποίηση
- μετατροπή
- Τροποποίηση
- αναπροσαρμογή
- αναδιαμόρφωση
- ανάκτηση
- ανακύκλωση
- Νέος σχεδιασμός
- Αναδόμηση
- επανεκτέλεση
- αναδιοργάνωση
- επανασχεδιασμός
- Εστίαση
- επανεφεύρεση
- επαναδημιουργία
- ανακαίνιση
- ανανέωση
- αναθεώρηση
- αναθεώρηση
- μεταμόρφωση
- προσαρμοστικός
- ρύθμιση
- κλιματισμός
- Επεξεργασία
- μόρφωση
- μεταποίηση
- επαναπροσαρμογή
- Αναδιαμόρφωση
- αναδιοργάνωση
- διαμόρφωση
- Ραπτική
- προσαρμογή
- εγκλιματισμός
- φιλόξενος
- συντονισμός
- συμμορφούμενος
- διορθωτικός
- Θεραπεία
- κατάλληλος
- εναρμονιστική
- θέση
- τετραγωνισμός
- κατάλληλος
- συντονισμός
Nearest Words of refitting
- refixed => Επισκευασμένο
- refixes => προθήματα
- refixing => επισκευή
- reflect (on or upon) => προβληματίζομαι (πάνω σε ή για)
- reflected (on or upon) => αντανακλάται (πάνω ή πάνω)
- reflecting (on or upon) => Αντανακλώντας (επάνω ή πάνω)
- reflections => ανακλάσεις
- reflects => αντανακλά
- refluxes => αναδρομές
- refocused => εστίασε ξανά
Definitions and Meaning of refitting in English
refitting
the action of refitting, to obtain repairs or fresh supplies or equipment, a refitting and renovating of a ship, to fit out or supply again, to get ready for use again
FAQs About the word refitting
επισκευή
the action of refitting, to obtain repairs or fresh supplies or equipment, a refitting and renovating of a ship, to fit out or supply again, to get ready for us
τροποποίηση,μετατροπή,Τροποποίηση,αναπροσαρμογή,αναδιαμόρφωση,ανάκτηση,ανακύκλωση,Νέος σχεδιασμός,Αναδόμηση,επανεκτέλεση
στερητικός,απόσυρση,αποεπένδυση,στέρηση ιδιοκτησίας
refitted => Ανακαινισμένο, refines => διυλίζει, refinancing => αναχρηματοδότηση, refinanced => refinanced, refilled => ξαναγέμισαν,