Greek Meaning of honing
τρίψιμο
Other Greek words related to τρίψιμο
Nearest Words of honing
Definitions and Meaning of honing in English
honing (p]. pr. & vb. n.)
of Hone
FAQs About the word honing
τρίψιμο
of Hone
άλεση,ακονίζω,άκρη,ακονισμός,Υποβολή,λιθοβολισμός,τρίψιμο
θαμπά,βαρετός,στίλβωση,λείανση,γυάλισμα,στρογγυλοποίηση,γυάλισμα,γλωσσική ανάλυση
honied => μελένιος, honiara => Ονιάρα, hong kong => Χονγκ Κονγκ, hong => χονγκ, honeywort => πνευμονικό,