Greek Meaning of whetting
ακονισμός
Other Greek words related to ακονισμός
Nearest Words of whetting
Definitions and Meaning of whetting in English
whetting (p. pr. & vb. n.)
of Whet
FAQs About the word whetting
ακονισμός
of Whet
άλεση,ακονίζω,άκρη,τρίψιμο,λιθοβολισμός,Υποβολή,τρίψιμο
θαμπά,βαρετός,στίλβωση,γυάλισμα,στρογγυλοποίηση,λείανση,γυάλισμα,γλωσσική ανάλυση
whetter => τρεχάνη, whetted => ακονισμένος, whetstone => Ακονόπετρα, whetile => καρότσι, whethering => καιρός,