FAQs About the word whetter

τρεχάνη

One who, or that which, whets, sharpens, or stimulates., A tippler; one who drinks whets.

ακονίζω,ακμή,αλέθω,ακονίζω,πέτρα,αρχείο,δερμάτινος ιμάντας

αμβλύς,βαρετό,γυάλισμα,γύρος,λείο,μπάφερ,γυαλίζω,Γυαλάδα

whetted => ακονισμένος, whetstone => Ακονόπετρα, whetile => καρότσι, whethering => καιρός, whether => εάν,