FAQs About the word strop

δερμάτινος ιμάντας

a leather strap used to sharpen razors, sharpen on a strop

αλέθω,ακονίζω,πέτρα,ακμή,αρχείο,ακονίζω,ακονίζω

αμβλύς,βαρετό,Γυαλάδα,γυάλισμα,γύρος,λείο,μπάφερ,γυαλίζω

strontium 90 => στρόντιο 90, strontium => στρόντιο, strongylodon macrobotrys => Strongylodon macrobotrys, strongylodon => Στρονγκυλόδων, strong-willed => Ισχυρή θέληση,