FAQs About the word muddied

θολό

(of color) discolored by impurities; not bright and clearof Muddy

μπερδεμένος,θολό,λακκούβα,μουντός,Κινηματογραφικός,θολό,μελανωμένος,λασπωμένος,αδιαφανής,σιχαμερός

σαφής,Διάφανος σαν κρύσταλλο,κρυσταλλωτός,Άχρωμο,φιλτραρισμένο,καθαρισμένος,διαφανής,διευκρίνισε,άχρωμος

mudder => λασπώδες (laspódes), mudcat => Γουλιανός, mud-brick => Λασπότουβλο, mud-beplastered => λάσπη-επικαλυμμένο, mudarin => λάσπη,