Greek Meaning of wiling
πρόθυμος
Other Greek words related to πρόθυμος
- εκπληκτικός
- καταπληκτικός
- γοητευτικός
- γοητευτικός
- εξορκισμός
- γοητευμένος
- μαγευτικός
- εξαιρετικός
- θαυμαστός
- μαγεμένος
- εκπληκτικός
- εκπληκτικός
- Εκπληκτικός
- μαγεμένος
- μαντεύω
- καταπληκτικός
- πρόβλεψη
- μαγεία
- μαγικός
- θαυμάσιος
- θαυματουργός
- μυστικός
- ιερός
- προφητικός
- εκπληκτικός
- υψηλός
- θαυμαστός
- προβλέποντας
- πρόβλεψη
- προγνώστης
- πρόγνωση
- μαντεία
- μεταφυσικός
- απόκρυφο
- Παραφυσικό
- υπερφυσικός
- μαντεία
- υπερφυσικός
- Παράξενος
- περίεργος
- προμηνύοντας
- προγνωστικός
- προφητεύοντας
Nearest Words of wiling
Definitions and Meaning of wiling in English
wiling
to lure by or as if by a magic spell, a trick or stratagem intended to ensnare or deceive, while, a beguiling or playful trick, guile, skill in tricking, skill in outwitting, a trick intended to deceive or trap
FAQs About the word wiling
πρόθυμος
to lure by or as if by a magic spell, a trick or stratagem intended to ensnare or deceive, while, a beguiling or playful trick, guile, skill in tricking, skill
εκπληκτικός,καταπληκτικός,γοητευτικός,γοητευτικός,εξορκισμός,γοητευμένος,μαγευτικός,εξαιρετικός,θαυμαστός,μαγεμένος
συνηθισμένος,κάθε μέρα,φυσιολογικός,συνηθισμένος,ρουτίνα,συνήθης,πεζός,συνηθισμένο,μέτριος,ασήμαντος
wiles => κόλπα, wiled => άγριος, wildwoods => άγρια δάση, wilds => άγρια φύση, wildernesses => ερημιές,